- φορικόν
- φορικόςrendered as tributemasc acc sgφορικόςrendered as tributeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φορικός — ή, όν, Α [φόρος] 1. αυτός που παρέχεται ως φόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τo φορικόν (στην Αίγυπτο) είδος φόρου … Dictionary of Greek